βένθος

βένθος
βένθος, εος, τό, poet.,
A = βάθος, depth of the sea,

κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38

,49;

ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780

, 8.51: in pl.,

ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53

;

ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358

;

βένθεσι λίμνης 13.21

, 32; also

βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316

: metaph.,

βένθεϊ σῆς κραδίης AP5.273

(Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3
, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βένθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… …   Dictionary of Greek

  • βένθος — το αντίθ. το πλαγκτόν όνομα του συνόλου των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στο βυθό των θαλασσών και των λιμνών: Το βένθος παραμένει σχεδόν άγνωστο, παρ όλες τις επιστημονικές προόδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βένθει — βένθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βένθεϊ , βένθος depth neut dat sg (epic ionic) βένθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθη — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βένθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεα — βένθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεος — βένθος depth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσι — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσιν — βένθος depth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσι — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένθεσσιν — βένθος depth neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”